- κακοφυής
- -ές (AM κακοφυής, -ές)αυτός που έχει εκ φύσεως κακή διάπλαση, κακή κατασκευή, που έχει εκ φύσεως ελαττώματα, σωματικά ή ψυχικά, κακοπλασμένος, κακοφτ(ε)ιαγμένος («κακοφυὴς κατὰ τὴν ψυχήν», Πλάτ.)αρχ.(για φυτά ή σπόρους φυτών) αυτός που φύεται, που φυτρώνει άσχημα («κακοφυὴς σπόρος», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -φυής (< φυή, ή φύος, το < φύομαι), πρβλ. ιδιο-φυής, μεγαλο-φυής].
Dictionary of Greek. 2013.